- περιλαμπές
- περιλαμπήςvery brilliantmasc/fem voc sgπεριλαμπήςvery brilliantneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιλαμπής — ές, ΝΜΑ [περιλάμπω] αυτός που λάμπει από παντού, περίλαμπρος νεοελλ. αρχ. μτφ. περίφημος, ονομαστός, ξακουστός αρχ. (το ουδ. ως επίρρ.) περιλαμπές λαμπρά … Dictionary of Greek